- κούρηι
- κούρῃ , κόρηgirlfem dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ποσιδηϊών — και αττ. τ. Ποσειδεών, ῶνος, και Ποσιδεών και αιολ. τ. Ποσιδάων, ὁ, Α ο έκτος μήνας τού αττικού ημερολογίου και τών ημερολογίων μερικών ιωνικών πόλεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ποσιδήϊος / Ποσιδάϊος + επίθημα ών (πρβλ. Κουρηϊ ών / Κουρεών)] … Dictionary of Greek
κουρῇ — ἐπικουρέω to be an pres subj mp 2nd sg ἐπικουρέω to be an pres ind mp 2nd sg ἐπικουρέω to be an pres subj act 3rd sg κουρά cropping fem dat sg (attic epic ionic) κουρῆι , κουρεύς barber masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)